μολπικοί

μολπικοί
μολπικοί, οἱ (Α) [μολπός]
οι μολποί, δηλαδή αυτοί που ανήκαν σε συντεχνία μουσικών, υμνωδοί, αοιδοί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”